- ἑκατοντάχειρος
- ἑκατοντάχειρgen sgἑκατοντάχειροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑκατοντάχειρον — ἑκατοντάχειρος masc/fem acc sg ἑκατοντάχειρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατονταχείρου — ἑκατοντάχειρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
ἑκατοντάχειρα — ἑκατοντάχειρ neut nom/voc/acc pl ἑκατοντάχειρ masc/fem acc sg ἑκατοντάχειρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)